ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΠΟ ΤΟ 1958
Η παράδοση της οικογένειας ξεκινά από τον πατέρα του Μεχμέτ Χασάν, το 1958 σε ηλικία 15 ετών τότε που μαθαίνει την τέχνη του ζαχαροπλάστη-λουκομοποιού.
Title Image

Σχετικά με εμάς

Άλφα Ζαχαροπλαστείο

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΠΟ ΤΟ 1958

Η παράδοση της οικογένειας ξεκινά από τον πατέρα του Μεχμέτ Χασάν, το 1958 σε ηλικία 15 ετών τότε που μαθαίνει την τέχνη του ζαχαροπλάστη-λουκομοποιού.

 «Εκείνη την εποχή» λέει ο συνταξιούχος σήμερα Μεχμέτ Χασάν, «δεν υπήρχε μεγάλη ζήτηση για λουκούμια. Έμαθα την τέχνη εργαζόμενος σε ζαχαροπλαστεία της Κομοτηνής μαζί με άλλα γλυκά της εποχής, ανάμεσα στα οποία και εκείνο του Φεχμί. Αργότερα το 1970 άνοιξα δικό μου ζαχαροπλαστείο, αλλά επειδή το σουτζούκ λουκούμ άρχισε να έχει ζήτηση άφησα τη ζαχαροπλαστική και άρχισα να φτιάχνω μόνο λουκούμια».

Εκείνο που κάνει το σουτζούκ λουκούμ να διαφέρει από τα άλλα, εξηγεί ο Μεχμέτ Χασάν, είναι τα περασμένα σε σπάγκο καρύδια που έχει στο εσωτερικό του και φυσικά η μορφή του που μοιάζει με σουτζούκι δηλαδή μεγάλο λουκάνικο. Για να το φάει κανείς θα πρέπει πρώτα να το κόψει.

«Τα υλικά που χρησιμοποιούμε είναι ζάχαρη, γλυκόζη, νισεστές, νερό και καρύδια, και φυσικά η τεχνική. Το μυστικό είναι στην τεχνική, αλλά αυτό δεν μπορώ να σας το περιγράψω», προσθέτει ο Μεχμέτ Χασαν.

Το μεγαλύτερο λουκούμι που παρασκεύασε ήταν ενάμιση μέτρο περισσότερο δεν ήταν δυνατόν να γίνει γιατί δεν το κρατούσε ο σπάγκος όπως θα πει.

Στο εργαστήρι του η μόνη καινοτομία είναι ο πεντακάθαρος χώρος και η παρουσία ενός υπολογιστή που στην οθόνη προβάλλει σκηνές από τις φάσεις παρασκευής του λουκουμιού. Παράλληλα προτείνει στους πελάτες του σπιτικά σιροπιαστά γλυκά και μπισκότα ολόφρεσκα ενώ τα συσκευασμένα λουκούμια του φεύγουν για όλα τα ζαχαροπλαστεία της Θράκης αλλά και σε φανατικούς πελάτες του.

Ο Χασάν Χασάν, αν και σπούδασε πληροφορική, προτίμησε, να ασχοληθεί με την επιχείρηση του πατέρα του.

«Έμαθα πώς φτιάχνονται τα λουκούμια από πολύ μικρός, καθώς τα καλοκαίρια δούλευα στο εργαστήριο του πατέρα μου. Το σουτζούκ λουκούμ το έφτιαχναν ανέκαθεν στην Κομοτηνή, δεν ξέρω από πότε, αλλά ο πατέρας μου βελτίωσε τη συνταγή. Όταν βγήκε στη σύνταξη το 2004 ανέλαβα εγώ την επιχείρηση και με την ίδια συνταγή φτιάχνουμε και σήμερα τα σουτζούκ λουκούμ και τα διαθέτουμε σε όλη την Ελλάδα», λέει ο Χασάν Χασάν.

Πελάτες που το περιμένουν υπάρχουν στην Ρόδο, στην Κρήτη, στα Ιωάννινα στην Αθήνα παντού. Η Κομοτηνή παραμένει η πόλη του λουκουμιού, όπως οι Σέρρες είναι η πόλη του ακανέ, ή η Σύρος με τα ονομαστά λουκούμια της. Βεβαίως είναι και η πόλη των σιροπιαστών, της μπουγάτσας του μοσχοβολιστού καφέ, των στραγαλιών στην μεγαλύτερη ποικιλία που υπάρχει σε αυτά όμως θα αναφερθούμε προσεχώς

 

ΣΗΜΕΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
Το σουτζούκ λουκούμ είναι ένα εύγευστο σφιχτοδεμένο μακρόστενο μεγάλο λουκούμι που περιέχει ζάχαρη, γλυκόζη, νισεστέ, νερό και καρύδια (δεμένα σε σπάγκο). Βγαίνει δε σε διάφορα αρώματα (π.χ. τριαντάφυλλο, μούστο, γαρίφαλο, κανέλα, περγαμόντο, κλπ). Το σουτζούκ λουκούμ σχηματικά μοιάζει με λουκάνικο. Το κολλώδες μείγμα του παραπέμπει σε λάβα. Τα καρύδια που περιέχει είναι αφροδισιακή τροφή. Ως γλυκαντική ουσία μπορεί να υποβοηθήσει την έλλειψη ζαχάρου που μπορεί να αισθανθεί κάποιος.

Η ιστορία του Σουτζούκ Λουκούμ

Η τέχνη του λουκουμιού στην Ελλάδα, γενικά.

 

Με άρωμα τριαντάφυλλου, γαρίφαλου, κανέλας και γεύση γλυκιά που χαρίζει απόλαυση στον ουρανίσκο έφτασε από τα σαράγια και τα χαρέμια των oθωμανών σουλτάνων μέχρι τις μέρες μας το λουκούμι, το μικρό αυτό γλύκισμα που ακόμη και σήμερα στα παραδοσιακά καφενεία της Ελλάδας συνοδεύει τον ψημένο στη χόβολη καφέ και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κεράσματος στα ορθόδοξα μοναστήρια.

 

Η ιστορία του τούρκικου λουκουμιού, αυτού που οι αγγλοσάξωνες ονομάζουν «Turkish Delight», ανάγεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Κατά μία εκδοχή, ο καταγόμενος από το Καστάμονου ζαχαροπλάστης Χατζή Μπεκίρ επινόησε το λουκούμι όταν άκουσε το σουλτάνο να φωνάζει οργισμένος επειδή έσπασε το δόντι του από τη σκληρή καραμέλα που έτρωγε, και να απαιτεί ένα μαλακό γλυκό. Έσπευσε στο μικρό ζαχαροπλαστείο, που είχε ανοίξει στο Μπαχτσέκαπι της Κωνσταντινούπολης, έριξε μέσα στο καζάνι νερό, ζάχαρη, αλεύρι, κιτρικό οξύ και ροδόνερο και άρχισε να το ανακατεύει για ώρες ολόκληρες μέχρι που έγινε ένα διάφανο, κολλώδες μείγμα, το οποίο έχυσε πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια αλειμμένη με αμυγδαλέλαιο, και το άφησε να κρυώσει. Ύστερα, το έκοψε σε μικρά κομματάκια, μια μπουκιά το καθένα, και τα πασπάλισε με ζάχαρη. Δοκίμασε το γλυκό, ήταν μαλακό και ευκολομάσητο. Είχε «γεννηθεί» το περίφημο ραχάτ λουκούμ που χάρισε το αξίωμα του αρχιζαχαροπλάστη του Παλατιού στον Χατζή Μπεκίρ.

 

Κατά μια άλλη εκδοχή, ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ ο Α΄, μην αντέχοντας την γκρίνια των γυναικών του και των εκατοντάδων παλλακίδων που είχε στο χαρέμι του, κάλεσε στο σαράι τού Τοπ Καπί τους καλύτερους ζαχαροπλάστες και τους ζήτησε να φτιάξουν ένα γλυκό που θα γλύκαινε τις γυναίκες ώστε να σταματήσουν τις φωνές και τα παράπονα. Το λουκούμι ήταν το γλυκό που επέλεξε.

 

Ο Χατζή Μπεκίρ ξεκίνησε το 1777 από το Καστάμονου για να φτάσει στην Πόλη για να ανοίξει εκεί, στο Μπαχτσέκαπι, ένα μικρό εργαστήριο ζαχαρωτών και λουκουμιών και να εξελιχθεί σε αρχιζαχαροπλάστη του Παλατιού. Την τέχνη του συνέχισε ο γιος του, Μεχμέτ Μουχιντίν εφέντη, και ο εγγονός του, Αλί Μουχιντίν Χατζή Μπεκίρ. Μετά το θάνατο του Αλί Μουχιντίν Χατζή Μπεκίρ (απόγονου του πρώτου Χατζή Μπεκίρ) το 1974, κληρονόμησαν την επιχείρηση οι θυγατέρες του και τη διεύθυνσή της ανέλαβε ο γαμπρός του, Ντογάν Σαχίν. Ο Σαχίν αναστήλωσε το μαγαζί του Χατζή Μπεκίρ στο Μπαχτσέκαπι και σήμερα είναι ακριβώς έτσι όπως ήταν όταν πρωτοάνοιξε.

 

Αναφερόμενος στα μυστικά της τέχνης του λουκουμιού ο Ντογάν Σαχίν λέει ότι η συνταγή δεν είναι κάτι σαν κρατικό μυστικό, αλλά είναι θέμα επαγγελματικού ήθους, επαγγελματικής λεπτότητας , επιλογής των πρώτων υλών και ψησίματος. «Η αρχή μας είναι να τηρούμε την παράδοση και το επαγγελματικό ήθος», υποστηρίζει.

 

Ο Χατζή Μπεκίρ, σύμφωνα με τον Σαχίν, χρησιμοποίησε αρχικά ακατέργαστη ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο ή μείγμα μελιού με πετιμέζι. Το 1811, όταν ένας Γερμανός δημιούργησε το νισεστέ (άμυλο) ο Χατζή Μπεκίρ το χρησιμοποίησε για να αντικαταστήσει το αλεύρι που έβαζε στα λουκούμια κι έτσι τους έδωσε μια σατινένια υφή.

 

Την εποχή που πρωτοδημιουργήθηκαν τα λουκούμια το όνομά τους ήταν «Ραχάτουλ Χουλκούμ» που σήμαινε “αυτό που ανακουφίζει το λάρυγγα”. Το λουκούμι προέκυψε από την παραφθορά αυτής της ονομασίας. Στις αρχές του 18ου αιώνα ένας Άγγλος τουρίστας αγόρασε από την Κωνσταντινούπολη λουκούμια του Χατζή Μπεκίρ και τα μετέφερε στην Ευρώπη. Επειδή δεν ήταν εύκολο να προφέρει την ονομασία «Ραχάτουλ Χουλκούμ» τα μετονόμασε σε «Turkish Delight».

 

Με το πέρασμα του χρόνου η τεχνολογία μπήκε και στην επιχείρηση λουκουμιών Χατζή Μπεκίρ. Τους εργάτες που ανακάτευαν επί ώρες ολόκληρες με τις κουτάλες τα καζάνια όπου έβραζε το μείγμα των λουκουμιών αντικατέστησαν οι μηχανές, ενώ η φωτιά από τα ξύλα που άναβαν κάτω από τα καζάνια αντικαταστάθηκε με φωτιά από προπάνιο.

 

Ο Χατζή Μπεκίρ έγινε σύμβολο μιας εποχής. Ο Μαλτέζος ζωγράφος Πρετσιόζι απεικόνισε τον Χατζή Μπεκίρ στο έργο του «Ζαχαροπλάστης», το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου. Τα λουκούμια του Χατζή Μπεκίρ μπήκαν στα τραγούδια και στις σελίδες της λογοτεχνίας. «Και του Χατζή Μπεκίρ λουκούμ ο αναστεναγμός του» τραγουδούσαν οι παλαιότεροι. Η Μαρία Ιορδανίδου δεν παρέλειψε να βάλει στις σελίδες της «Λωξάνδρας» τα λουκούμια του Χατζή Μπεκίρ, ενώ η κόρη του εμίρη της Μέκκας πριγκίπισσα Μιχμπάχ Χαϊντάρ στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου της «Αραμπέσκ» με τίτλο «Ο δημιουργός του τούρκικου λουκουμιού» αναφέρεται στον Χατζή Μπεκίρ και το μαγαζί του.

 

Σύντομα, το λουκούμι ξεπέρασε τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έγινε το αγαπημένο γλύκισμα του Μεγάλου Ναπολέοντα και πολύ αργότερα του Άγγλου πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ ενώ λέγεται πως ο Ισπανός ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο δεν περνούσε μέρα χωρίς να φάει ένα λουκούμι. Από τη γοητεία του λουκουμιού δεν ξέφυγε ούτε η περίφημη κινηματογραφική «Τζίλντα» και σύζυγος του Αγά Χαν, η Ρίτα Χέιγουορθ. Ένας Τούρκος δημοσιογράφος επέμενε να κάνει μία συνέντευξη μαζί της, αλλά αντιμετώπιζε τη μόνιμη άρνησή της. Τελικά, κατάφερε να πάρει τη συνέντευξη. Πώς; Προσφέροντας στη Χέιγουορθ ένα κουτί λουκούμια. Πρόσφατα, μια παιδική ταινία, «Τα χρονικά της Νάρνια», εκτίναξε στα ύψη τις πωλήσεις λουκουμιού στη Μεγάλη Βρετανία, καθώς όλοι έσπευδαν να δοκιμάσουν αυτό το γλυκό με το οποίο η Λευκή Μάγισσα της ταινίας δελέασε τα τέσσερα παιδιά που την πολεμούσαν.

 

Στη χώρα μας η τέχνη του λουκουμιού έφτασε από την Πόλη στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Με το πέρασμα των χρόνων οι Έλληνες λουκουμοποιοί έβαλαν καινούργια στοιχεία στην κλασική συνταγή και τα λουκούμια έγιναν μέρος και της ελληνικής παράδοσης. Σήμερα, τα λουκούμια παράγονται σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλά εκείνα που φημίζονται είναι της Σύρου, το σουτσούκ λουκούμ της Κομοτηνής και μια παραλλαγή τους οι ακανέδες των Σερρών.